- μειονεκτοῦντα
- μειονεκτέωhave too littlepres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)μειονεκτέωhave too littlepres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρατσισμός — ο, Ν (κοινων.) α) (υπό στενή σημ.) η στάση κατά την οποία τα μέλη μιας φυλής ή εθνικής ομάδας θεωρούν ως μειονεκτούντα τα μέλη άλλης φυλής ή εθνικής ομάδας και ως συνέπεια τούτου αναπτύσσουν μια έντονη πίστη στην ανωτερότητα και υπεροχή τους β) η … Dictionary of Greek